-
1 πολύ
επίρρ.1) много; много времени, долго;παρά πολύ — чересчур, слишком много;
παρά πολύ λίγο — чересчур мало;
παρά πολύ νερό — чересчур много воды;
είναι παρά πολύ — это слишком много;
αότός πολύ μιλάει — он много говорит;
θα μείνουν πολύ — они пробудут долго;
2) (перед прил, в сравн, ст.) намного;πολύ καλύτερα — намного лучше;
πολύ πρίν — намного раньше;
πολύ πιο πλούσιος (έξυπνος) — он намного богаче (умнее);
3) очень; сильно;πολύ καλά — очень хорошо;
όχι πολύ καλά — не очень хорошо;
αυτός πολύ μας κουράζει — он нас очень утомляет;
§ ούτε λίγο οδτε πολύ — ни много, ни мало;
πολύ περισσότερο πού.,. — тем более, что...;
πολύ πού..! ирон. — как бы не так!; — больно нужно...! (прост.);
πολύ πού θα μας περιμένει — так он нас и будет ждать;
πολύ πού με νοιάζει... — больно нужно мне..., начхать мне...
-
2 καθισ(ι)ό
τό1) сидение без дела, безделье;με κουράζει το πολύ καθισ(ι)ό — я устаю от долгого сидения;
2) свободное от работы время; нерабочий день;αύριο έχουμε καθισ(ι)ό — завтра у нас нерабочий день
-
3 καθισ(ι)ό
τό1) сидение без дела, безделье;με κουράζει το πολύ καθισ(ι)ό — я устаю от долгого сидения;
2) свободное от работы время; нерабочий день;αύριο έχουμε καθισ(ι)ό — завтра у нас нерабочий день
См. также в других словарях:
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek
κουράζω — (Μ κουράζω) 1. επιφέρω κόπωση σε κάποιον, καταπονώ, εξαντλώ («μέ κουράζει πολύ αυτή η δουλειά») 2. γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός σε κάποιον μσν. 1. τιμωρώ κάποιον 2. κατεργάζομαι κάτι («κουράζουσι τὸν κόκκον εἰς τὸ μέσον», Φυσιολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek