Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

με κουράζει το πολύ

См. также в других словарях:

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek

  • κουράζω — (Μ κουράζω) 1. επιφέρω κόπωση σε κάποιον, καταπονώ, εξαντλώ («μέ κουράζει πολύ αυτή η δουλειά») 2. γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός σε κάποιον μσν. 1. τιμωρώ κάποιον 2. κατεργάζομαι κάτι («κουράζουσι τὸν κόκκον εἰς τὸ μέσον», Φυσιολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»